- νομισματοπωλικός
- -ή, -ό (Α νομισματοπωλικός, -ή, -όν) [νομισματοπώλης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομισματοπώλη2. το θηλ. ως ουσ. η νομισματοπωλική(ενν. τέχνη) η τέχνη τού νομισματοπώλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νομισματοπωλικόν — νομισματοπωλικός of masc acc sg νομισματοπωλικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομισματοπωλικῆς — νομισματοπωλικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομισματοπωλική — νομισματοπωλικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)